Γεώργιος Καραϊσκάκης 1782 - 1827
 
Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ο Καραϊσκάκης είναι η πιο καταπληκτική, ίσως και η πιο δραματική μορφή από τους αγωνιστές του '21. Περίφημος κλέφτης του Κατσαντώνη, αρματωλός των Αγράφων, στρατάρχης της Ρούμελης, αρχιστράτηγος της Ελλάδας και προπαντός γνήσιος λαϊκός ηγέτης. Γεννήθηκε το 1782 σε μια σπηλιά κοντά στο Μαυρομμάτι Καρδίτσας από "καλογριά" του κοντινού μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου, τη Ζωή Ντιμισκή. Η μάνα του κατάγονταν από το χωριό σκουλικαριά της Άρτας, παντρεύτηκε κάποιον Γιαννάκη Μαυροματιανό και πολύ νωρίς έμεινε χήρα. Λέγεται πως ο πατέρας του ήταν ο αρματολός του βάλτου Δημήτρης Ίσκος ή Καραϊσκος. Μέχρι το θάνατό του ο Καραϊσκάκης ήταν γνωστός με το όνομα "Ο γιος της Καλογριάς".
Ο Καραϊσκάκης πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια κοντά στην οικογένεια ενός σαρακατσάνου τσέλιγκα γιατί μόλις έγινε οκτώ χρονών πέθανε η μάνα του κι έτσι μεγάλωσε ανάμεσα στους ξένους τρώγοντας "ξύλο και μπομπότα", πότε στο Μαυρομμάτι και πότε στη Γράλιστα και Λεοντίτο. Από μικρός κατατάχτηκε στα αρματολικά σώματα των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Διετέλεσε πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη και ήταν ένας από τους τρεις που πυροβόλησαν και σκότωσαν το Βεληγκέκα. Αναμείχθηκε στους πολέμους του Αλή Πασά των Ιωαννίνων άλλοτε ως σύμμαχος και άλλοτε ως αντίπαλος. Αντιπροσώπευσε τα Άγραφα σε σύσκεψη μυημένων στα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας για την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα που πραγματοποιήθηκε στη Λευκάδα το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου 1821. Δεν πήρε μέρος στα πρώτα χρόνια της επανάστασης γιατί η Διοίκηση και κυρίως ο Μαυροκορδάτος τον υποψιάζονταν πως ήταν σε συνεννόηση με τους Τούρκους. Η διαμάχη εξάλλου ανάμεσα στους προύχοντες και τους οπλαρχηγούς οδήγησε και τα δυο μέρη πολλές φορές σε ακρότητες. Στη συνέχεια έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, η δε γενναιότητά του καθώς και τα χωρατά του έμειναν στην ιστορία.
 
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου (1826 μ.χ.) έγινε Αρχιστράτηγος της Στερεάς κι άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον του Κιουταχή που τον νίκησε στην Αράχωβα, στο Δίστομο, στη Δόμβραινα και αλλού, εφαρμόζοντας με επιτυχία τον ανταρτοπόλεμο και καταστρέφοντας τις εφοδιοπομπές του εχθρού. Ιδιαίτερα η νίκη στην Αράχωβα το Νοέμβριο του 1826 είχε τεράστια απήχηση και πολύ μεγάλη σημασία για την επανάσταση που μέχρι εκείνη τη στιγμή έδειχνε ότι σχεδόν είχε σβήσει. Στη συνέχεια όμως η Κυβέρνηση έκαμε το λάθος να αναθέσει την Αρχιστρατηγία του Αγώνα στον Άγγλο Τσόρτς, που δεν γνώριζε καλά τα πράγματα στην Ελλάδα. Επεδίωκε κατά μέτωπο επίθεση εναντίον του Κιουταχή που πολιορκούσε την Ακρόπολη στην Αθήνα, ενώ ο Καραϊσκάκης ζητούσε αποκλεισμό των Τούρκων από στεριά και θάλασσα για να αναγκαστούν να υποχωρήσουν. Οι ισχυρές επαναστατικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην περιοχή με αρχηγό τον ΚαραΙσκάκη περίμεναν εντολές για να κινηθούν ανάλογα. Στις 22 Απριλίου 1827 έγινε μια μικροσυμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην περιοχή του σημερινού Νέου Φαλήρου και ο Καραϊσκάκης που ήταν άρρωστος άσχημα, βγήκε από τη σκηνή του να την σταματήσει, γιατί ήταν απρογραμμάτιστη. Μια σφαίρα όμως που κανείς δεν έμαθε ποτέ από που προερχόταν, τον χτύπησε θανάσιμα και πέθανε την επόμενη 23 Απριλίου ημέρα της ονομαστικής του γιορτής. Ο θάνατος του "Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης", όπως χαρακτήρισε τον Καραϊσκάκη ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς, είχε συγκλονιστική απήχηση και βύθισε στο πένθος όλους τους Έλληνες. Ιδιαίτερα το στράτευμα, δίχως τον αρχηγό του αλλά και χωρίς ηθικό, αναγκασμένο να υπακούει στον Άγγλο ναύαρχο Κόχραν μια μέρα αργότερα έπαθε πανωλεθρία στο Φάληρο και ολοκληρώθηκε έτσι η συμφορά μετά το χαμό του Καραϊσκάκη.
 
 
173 χρόνια από το θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη
 
Η 22α Απριλίου 1827 υπήρξε κρίσιμη ημέρα για τον αθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων στην Αττική. Οι τούρκοι του Κιουταχή είχαν φέρει σε απόγνωση τους πολιορκημένους έλληνες στην Ακρόπολη των Αθηνών και ο Καραϊσκάκης που είχε ανακηρυχτεί από την ελληνική κυβέρνηση αρχιστράτηγος, αναγκάσθηκε να κατέβει ο ίδιος από τη Ρούμελη στην Αττική να ηγηθεί του αγώνα κατά των τουρκικών στρατευμάτων. Στην Αττική στο Φάληρο συγκεκριμένα ο Καραϊσκάκης κατάφερε να δημιουργήσει ένα ισχυρό στρατόπεδο από 11.000 περίπου μαχητές που πέτυχαν να εκδιώξουν από τον Πειραιά, την Καστέλα και τα πέριξ κάθε τουρκική στρατιωτική παρουσία. Για το ζήτημα της απελευθέρωσης της Αθήνας όμως ο Καραϊσκάκης συγκρούστηκε με τους δύο Άγγλους φιλέλληνες στρατηλάτες, τον Τσούρτς που είχε τοποθετηθεί αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού και τον Κόχραν που ήταν ο αρχιναύαρχος του Ελληνικού στόλου. Το σχέδιο των δύο Άγγλων προέβλεπε μια κατά μέτωπο αιφνιδιαστική επίθεση των Ελλήνων εναντίων των Αθηνών για την εκδίωξη των Τούρκων και την απελευθέρωση της ιστορικής πόλης. Ο Καραϊσκάκης θεωρούσε την άποψη αυτή των Βρετανών στρατιωτικών ολέθρια, διότι οι δυνάμεις του Κιουταχή ήταν καταφανώς υπέρτερε και αντιπρότεινε δικό του σχέδιο που προέβλεπε τη μεταφορά στους τρεις Πύργους και την αποβίβαση εκεί ισχυρών ελληνικών δυνάμεων οι οποίες θα προήλαυναν μέχρι τους λόφους πέριξ της Ακρόπολης. Η προέλαση θα γίνονταν με τη βαθμιαία κατάληψη τριγώνων που θα οχυρώνονταν με μηχανικά μέσα. Η άλλη ελληνική δύναμη θα έμενε με τον Καραϊσκάκη μεταξύ Κερατσινίου, Πειραιώς και Φαλήρου και θα ξεκινούσε όταν θα της έδινε την ευκαιρία η προηγούμενη δύναμη που θα προέλαυνε από τους τρεις Πύργους. Η επίθεση θα είχε την υποστήριξη του στόλου από θαλάσσης. Υπήρχαν όμως ελλείψεις. Ο Καραϊσκάκης ζήτησε από τον Τσούρτς χίλιες αξίνες και φτυάρια για την κατασκευή των οχυρωματικών έργων και του έστειλε μόνο 70 γιατί δεν υπήρχαν άλλα. Αλλά και όλα τα πλοία δεν ήταν έτοιμα. Ο "Αστίγξ" βρίσκονταν με την "Καρτερία" στον Πόρο και είχε ανάγκη κάρβουνο για να κινηθεί. Παρ' όλα αυτά, το σχέδιο του Καραϊσκάκη φαίνονταν να αποσπά την έγκριση των περισσότερων οπλαρχηγών. Επικράτησε όμως τελικά το σχέδιο των Κόχραν και Τσούρτς μολονότι ο δεύτερος απέκλινε υπέρ του Καραϊσκάκη. Επειδή όμως ο Κόχραν ήταν ιερατικά ανώτερός του, ήταν υποχρεωμένος από λόγους σεβασμού προς την ιεραρχία να συνταχθεί μαζί του. Από τους Έλληνες μόνο ο Μακρυγιάννης συντάχθηκε με τους Άγγλους. Η επίθεση αποφασίστηκε να γίνει την 23η Απριλίου και συμφωνήθηκε η 22η Απριλίου να είναι μέρα αναπαύσεως ώστε οι στρατιώτες να πέσουν ξεκούραστοι στο πεδίο της μάχης. Ατυχώς όμως, την 22α Απριλίου, μικροεπεισόδιο μεταξύ ενός Έλληνα στρατιώτη κι ενός Τούρκου γενικεύτηκε, γεγονός που έκανε τον Καραϊσκάκη - αν και άρρωστος με πυρετό - να βγει από τη σκηνή του και να σπεύσει στον τόπο του επεισοδίου έφιππος για να το σταματήσει. Καθώς όμως παρέρχονταν ο χρόνος, τα επεισόδια εξελίσσονταν σε ένοπλη σύγκρουση περιορισμένη μεν, αλλά πάντως σύγκρουση στο μέσον της οποίας βρέθηκε κάποια στιγμή ο Έλληνας αρχιστράτηγος, σκοπός του οποίου ήταν να σταματήσει τη φυγή μιας μικρής ομάδας Ελλήνων στρατιωτών που εβάλλετο από Τούρκους για να μην προκληθεί απ' αυτούς πανικός σε ολόκληρο το Ελληνικό στρατόπεδο. Ενώ όμως φαίνονταν ότι είχε καταφέρει να συγκρατήσει τους Έλληνες στις θέσεις τους, κάποια στιγμή αισθάνθηκε να έχει πληγεί από κάποια σφαίρα στο κάτω μέρος της κοιλιάς του, συνέχισε όμως να σπεύδει από ταμπούρι σε ταμπούρι γιατί η μάχη συνεχίζονταν. Με το να παραμελήσει όμως την πληγή του προκλήθηκα ακατάσχετη αιμορραγία και οι συνοδοί του τον μετέφεραν με τα χέρια στη σκηνή του. Εκεί εκλήθη γιατρός ο οποίος διαπίστωσε ότι το τραύμα ήταν θανάσιμο. Η σφαίρα είχε προχωρήσει στα σπλάχνα και ο τραυματισθείς στρατηλάτης είχε αρχίσει ήδη να κατάσχεται από αφόρητους πόνους.
 
Τότε αντελήφθη το επερχόμενο τέλος του και ζήτησε να του παρουσιαστούν μπροστά του οι οπλαρχηγοί του, από τους οποίους ζήτησε να σκύψουν για να τους αποχαιρετήσει με τον δικό του ύστατο ασπασμό. Εκείνοι προσπάθησαν να τον ενθαρρύνουν λέγοντάς του ότι απατάται αλλά εκείνος τους απάντησε ότι ξέρει από πληγές, ότι αυτή δεν είναι όπως οι προηγούμενες. Στη συνέχεια υπαγόρευσε τη διαθήκη του και ζήτησε από τους πολεμιστές να κρατήσουν τα ταμπούρια τους για να μην τους πνίξουν οι Τούρκοι. Μετά από λίγο τον μετέφεραν στο πλοίο του Τσούρτς αλλά τα μεσάνυχτα οι πόνοι αυξήθηκαν όπως και ο πυρετός γιατί προφανώς είχε δημιουργηθεί περιτονίτιδα με συνέπεια ο τραυματισμένος αρχηγός να ικετεύει τους παρόντες συντρόφους του να τον σκοτώσουν για να τον ελευθερώσουν από αυτό το φοβερό μαρτύριο. Τελικά ο θάνατος ήλθε την 8η πρωινή της 23ης Απριλίου, στη δυσκολότερη στιγμή για τους Έλληνες γιατί την ίδια ημέρα θα εξαπελύετο η επίθεσις κατά των Τούρκων. Προτάθηκε τότε στον Κόχραν να αναβληθεί η επίθεση, γιατί ο θάνατος του αρχιστράτηγου είχε επηρεάσει ψυχολογικά το στράτευμα. Εκείνος όμως επέμενε, με συνέπεια οι έλληνες να γνωρίσουν οδυνηρή ήττα στον Ανάλατο και το στράτευμα από 11.000 μαχητές που αριθμούσε να παραμείνει τελικά με 3.500. Αν οι σπουδασμένοι στρατηγοί άκουγαν τον αγράμματο αλλά μπαρουτοκαπνισμένο πολέμαρχο, θα νικούσαν τους τούρκους. Οι νεκροί έλληνες υπερέβησαν τους 1.000. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν και σημαντικοί οπλαρχηγοί όπως ο Λάμπρος Βέικος, ο Ι. Νοταράς, ο Γ. Δράκος, ο Γ. Τζαβέλλας κ.α. Αιχμαλωτίσθηκαν περί τους 150 και θανατώθηκαν όλοι. Με διαταγή του Κιουταχή το δέρμα των κεφαλών τους με τα αυτιά τους στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, πεσκέσι στο σουλτάνο, σε απόδειξη της τουρκικής νίκης.