Το αγροτικό ζήτημα 1909-1910:
 
 
Από τα πανάρχαια χρόνια οι καλλιεργητές του Θεσσαλικού κάμπου ήταν δούλοι των μεγάλων γαιοκτημόνων, όποια ονομασία και αν έφεραν: Μενέστες ή Πενέστες κατά την αρχαιότητα, δουλοπάροικοι κατά τη βυζαντινή εποχή, ραγιάδες επί τουρκοκρατίας, κολίγοι μετά την απελευθέρωση. Ζούσαν σε άθλιες καλύβες με μεγάλη φτώχεια και η ζωή, η τιμή και η υπόληψή τους ήταν στη διάθεση του "αφέντη". Μετά την απελευθέρωση, έγιναν πολλές προσπάθειες για να δοθεί η γη του καρδιτσιώτικου κάμπου στους καλλιεργητές. Οι τσιφλικάδες όμως που ήταν πανίσχυροι, αντιδρούσαν και η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο. Το 1906 στον κάμπο της Λάρισας ο Μαρίνος Αντύπας ξεσήκωσε του κολίγους με τα κηρύγματά του αλλά οι τσιφλικάδες τον επόμενο χρόνο τον δολοφόνησαν για να σιγήσει η φωνή του. Στην Καρδίτσα, μετά το 1905 πολλοί νέοι επιστήμονες τάχθηκαν στο πλευρό των κολίγων και αγωνίστηκαν για τα δίκαιά τους. Ξεχωριστή θέση κατέχει ο Δημήτριος Μπούσδρας, δικηγόρος από το Προάστιο, ο οποίος μπήκε επικεφαλής του αγροτικού κινήματος. Στις 22 Μαΐου 1909 ιδρύθηκε ο Γεωργικός Πεδινός Σύνδεσμος στον οποίο ο Δ. Μπούσδρας εκλέχτηκε Πρόεδρος. Τα άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν:
dot Ψημόπουλος Δημήτριος, φιλόλογος και νομικός από τους Σοφάδες. Αντιπρόεδρος.
dot Γρίβας Βασίλειος, γιατρός και αργότερα βουλευτής από το Προάστιο, Ταμίας.
dot Σαμαρόπουλος Γεώργιος δημοσιογράφος από τον Παλαμά, Γενικός γραμματέας
dot Παπαλόπουλος Θρασύβουλος από τους Σοφάδες, Ειδικός γραμματέας.
dot Παναγιωτόπουλος Κωνσταντίνος από το Μυρίχοβο, έφορος
dot Ζαφειρόπουλος Στέφανος από τη Ρακόβα, Κοσμήτωρ
dot Αγγελούσης Αθανάσιος δάσκαλος από το Κοσκινά, μέλος.
dot Καλτσάς Βάιος γεωργός από το Παλιοκκλήσι, μέλος
dot Καμινιώτης Φώτιος γεωργός από το αρτεσιανό
dot Κουκουλέτσος Δημήτριος δικηγόρος από τη Φτελοπούλα.
dot Μπάζης Ευθύμιος γεωργός από το Σταυρό.
dot Σταμούλης Κωνσταντίνος δικηγόρος και αργότερα βουλευτής και υπουργός από το Μοσχολούρι.
dot Φαλιάγκας Νικόλαος γεωργός από τη Μυρίνη.
 
Ο σύνδεσμος δραστηριοποιήθηκε στην Καρδίτσα και στα χωριά του κάμπου και έγραψε πολλά μέλη. Έγινε έτσι ένα ισχυρό όργανο στον αγώνα για τα δίκαια των αγροτών. Μέλη του συνδέσμου περιέτρεχαν στα χωριά και μιλούσαν με θερμά λόγια για την ανάγκη να απαλλοτριωθούν τα τσιφλίκια και να αποδοθεί η γη στους Καλλιεργητές. Ανάμεσα σ' αυτούς διακρίθηκαν και οι Κωνσταντίνος Παπακυρίτσης γιατρός και βουλευτής από τον Παλαμά που υποστήριξε θερμά τα αγροτικά δίκαια στη βουλή, καθώς και ο Λάμπρος Καταφυγιώτης. Σημαντική ήταν και η συμβολή του Αθανασίου Θανόπουλου γιατρού από την Ιτέα και Δημάρχου Φύλλου, Γ. Βούλγαρη, Κ. Κουκούλη ή Παπαρούνα και άλλων. Στις 20 Ιανουαρίου 1910 συγκροτήθηκε μεγάλο συλλαλητήριο στην πλατεία της Καρδίτσας στο οποίο έλαβαν μέρος χιλιάδες αγρότες. Στις 7 Φεβρουαρίου έγιναν συλλαλητήρια στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, στο Βόλο, στο Βελεστίνο, στα Φάρσαλα, στην Καρδίτσα. Η αγροτιά του κάμπου "έβραζε" απ' άκρη σ' άκρη. Στις 27 Φεβρουαρίου συγκροτούνται νέα συλλαλητήρια στις Θεσσαλικές πόλεις, αλλά εκείνο της Καρδίτσας ήταν το ζωηρότερο. Δημιουργήθηκαν και επεισόδια που είχαν ως αποτέλεσμα τη δολοφονία του αγρότη Χρήστου Σάλτα από το Ανώγι και τον τραυματισμό ορισμένων άλλων στο σιδηροδρομικό σταθμό. Στις 6 Μαρτίου σημειώθηκαν αιματηρά επεισόδια στο Σιδηροδρομικό σταθμό του Κιλελέρ, στο Τσουλάρ, στην Πύλη των Φαρσάλων και στη Λάρισα με πολλούς νεκρούς και τραυματίες αγρότες. Οι επικεφαλής των αγροτών στην Καρδίτσα και τη Λάρισα συλλαμβάνονται και οδηγούνται στα δικαστήρια. Τριάντα εφτά Καρδιτσιώτες - μαζί τους και ο Δημήτριος Μπούσδρας - δικάστηκαν για τα γεγονότα της Καρδίτσας στο Κακουργιοδικείο Χαλκίδας και αθωώθηκαν πανηγυρικά. Το Κιλελέρ έμεινε στην ιστορία ως ορόσημο των αγροτικών αγώνων και τιμάται κάθε χρόνο με συγκεντρώσεις, ομιλίες και κατάθεση στεφανιών στο κενοτάφιο των νεκρών αγροτών. Οι αγώνες όμως και το αίμα που χύθηκε δεν πήγαν χαμένα. Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν αναγκάστηκαν να ψηφίσουν νόμους με τους οποίους απαλλοτριώθηκαν σταδιακά τα τσιφλίκια και η γη αποδόθηκε τελικά στους αγρότες.
 
 
Οι πρωτεργάτες του αγροτικού κινήματος:
Δημήτριος Μπούσδρας Μαρίνος Αντύπας Γιώργης Σιάντος
     
Οι Θεσσαλοί αγρότες μετά το 1881 έως και το μεσοπόλεμο εξακολουθούσαν τους ίδιους κύκλους ζωής και καλλιεργειών (δημητριακά, καπνός, βαμβάκι και σησάμι), χρησιμοποιούσαν βόδια για την καλλιέργεια της γης αλλά και ως μεταφορικά μέσα υπό συνθήκες ανέχειας. Η κατάστασή τους επιδεινώθηκε από τον Ελληνο-οθωμανικό πόλεμο του 1897 μεγάλο μέρος της περιοχής της Καρδίτσας - όπως άλλωστε και της Θεσσαλίας ευρύτερα - γνώρισε μια νέα - και απόσμενη - τουρκική κατοχή, που έληξε με λεηλασίες και εμπρησμούς κατά την αποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων. Τότε χρονολογούνται και τα πρώτα βήματα της βιοτεχνίας στην Καρδίτσα όπως για παράδειγμα το εργοστάσιο ζάχαρης της οικογένειας Ζωγράφου στη Λαζαρίνα για τις ανάγκες του οποίου οι κολίγοι υποχρεώθηκαν να καλλιεργήσουν τεύτλα. Το εργοαστάσιο τελικά έκλεισε το 1909 καθώς οι ιδιοκτήτες του αδυνατούσαν να καταβάλλουν το φόρο (50 λεπτά την οκά), τον οποίο είχε επιβάλλει από το 194 η κυβέρνηση Θεοτόκη στην ελληνική ζάχαρη.
 
Λίγο πριν από τον Α᾽Παγκόσμιο πόλεμο ενισχύθηκε η καλλιέργεια και η επεξεργασία του καπνού, δημιουργώντας έναν πρώτο πυρήνα καπνεργατών. Έτσι ιδρύθηκε και το πρώτο εργατικό σωματείο στην Καρδίτσα το 1905, με επικεφαλής τον Γεώργιο Σιάντο. Το αγροτικό ζήτημα κυριάρχησε στις αρχές του 20ου αιώνα δρώντας ως καταλύτης των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων στην περιοχή της Καρδίτσας. Οι Καρδιτσιώτες, οι Θεσσαλοί κολίγοι γενικότερα, εκτός από το αυτονόητο της απόδοσης των γαιών - άρα και της δικαιοσύνης - εξέφραζαν ταυτόχρονα και την απογοήτευσή τους για το τίμημα της "ελευθερίας" του 1881και για τις δομικές κρατικές και πολιτικές (πελατειακές) πρακτικές της παλαιάς Ελλάδας. Τυπικά αλλά και επίτης ουσίας αρκετές κοινωνικές και εθνικές ελευθερίες των αγροτών της Θεσσαλίας βρίσκονταν υπό αναστολή από το επίσημο κράτος. Δημοσιογράφοι και πολιτικοί στην Αθήνα υποστήριζαν ότι οι αγρότες της Θεσσαλίας δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες καθώς ήταν γεννημένοι κολίγοι, υποτακτικοί των τσιφλικάδων και μοιρολατρικά δεμένοι με το τσιφλίκι. Τέτοιες τοποθετήσεις εμπεριείχαν εκτός των άλλων και ένα είδος πολιτισμικού ρατσισμού και υπεροψίας από μέρους των εκπροσώπων της Παλαιάς Ελλάδας και του κράτους των Αθηνών. Αυτήν ακριβώς την υπεροψία αντιμετώπιζαν οι στερούμενοι γραμματικών γνώσεων κολίγοι του θεσσαλικού κάμπου καθώς ενώπιον των δικαστηρίων, εν μέσω νομολογιών και διαδικασιών, έπρεπε να ανατρέψουν συμφέροντα, νοοτροπίες και στερεότυπα ή ιδεολογήματα περί "κληρονομικής δουλείας". Οι δικαστικοί αγώνες τους με τους τσιφλικάδες απαιτούσαν και δυσβάστακτα έξοδα, ενώ η παράλληλη μεροληπτική στάση των αρχών ενέτεινε τις τάσεις εξέγερσης παρά τη μικρή, λόγω Οθωμανοκρατίας, παράδοση κοινωνικών αγώνων στη Θεσσαλία. Υπό αυτές τις συνθήκες οι αντιστάσεις και οι εξεγέρσεις απέκτησαν μόνιμο χαρακτήρα με όρους εθνικής πλέον εμβέλειας "αγροτικού ζητήματος". Άνθρωποι του πνεύματος, επιστήμονες, δημοσιογράφοι και δικηγόροι έσπευσαν να υπερασπίσουν τους αγρότες, προβάλλοντας σε πανελλαδικά συνέδρια και σε έντυπα τα αιτήματά τους για την απελευθέρωση των κολίγων από τη δουλεία των τσιφλικάδων.
 
Συνοπτικά η περίοδος από το 1881 έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα στη Θεσσαλία χαρακτηρίζεται από μια συνεχή σχεδόν σύγκρουση θέσης, δικαιωμάτων και συμφερόντων ανάμεσα στον κόσμο των τσιφλικάδων - οι οποίοι είχαν την κρατική αρωγοί - και εκείνον των κολίγων, στους οποίους συμπαραστάθηκαν τόσο διανοητές όσο και μέρος του αστικού πληθυσμού, όπως στην Καρδίτσα. Υπό αυτές τις συνθήκες συγκροτήθηκαν στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα αγροτικοί σύνδεσμοι μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους του αγροτικού κινήματος από το Βόλο και τη Λάρισα στη Δυτική θεσσαλία. Ηγέτες των συνδέσμων αυτών υπήρξαν στελέχη και διανοητές, γόνοι αγροτών, ενδυναμώνοντας τις αντίστοιχες δράσεις έως και τις μεγάλες εξεγέρσεις. Σχεδόν λειτούργησαν ως καταλύτης για το αγροτικό ζήτημα. Έτσι οΑγροτικός Σύνδεσμος της Καρδίτσας διά του προέδρου του Δημητρίου Μπούσδρα απέστειλε αντιπρόσωπό του στην Αθήνα. Ο τελευταίος έγινε δεκτός από τον αρχηγό της επανάστασης, συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά από τις Μηλιές Πηλίου, ο οποίος γνωρίζοντας την κατάσταση, ενθάρρυνε τους παράγοντες του αγροτικού κινήματος. Ήταν η εποχή που ιδρύθηκαν αγροτικοί σύνδεσμοι σε πολλά χωριά και οργανώθηκαν επιτυχή συλλαλητήρια με αίτημα την απαλλοτρίωση. Η Καρδίτσα ως πόλη οι κάτοικοί της και ο κάμπος της βίωναν μια κατάσταση διαρκούς εξέγερσης. Τότε συγκροτήθηκε η Πανθεσσαλική Επιτροπή Αγώνα με 300 μέλη και πρόεδρο τον Δημήτριο Μπούσδρα, αντιπροσωπεία της συνάντησε την πολιτική ηγεσία επιτυγχάνοντας την υποβολή νομοσχεδίου στη Βουλή για τη λύση του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία, δίχως όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα.
 
Η επακόλουθη κλιμάκωση και συνακολούθως η δραματική τροπή των αγροτικών αγώνων οδήγησαν στη διοργάνωση Πανθεσσαλικού συλλαλητηρίου στη Λάρισα στις 6 Μαρτίου 1910 το οποίο κατέληξε σε αιματηρή εξέγερση και καταγράφηκε στη συλλογική θεσσαλική και εθνική μνήμη ως "η εξέγερση του Κιλελέρ". Η εξέγερση ξεσήκωσε κύμα συμπάθειας σε όλη τη χώρα, ενώ αυξήθηκε η κοινωνική πίεση για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος. Η πολιτική εξουσία δεν μπορούσε να κλείνει άλλο τα μάτια. Το πρώτο δειλό βήμα για τη λύση του προβλήματος έγινε το 1911 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που διαδέχτηκε τον Στέφανο Δραγούμη στην πρωθυπουργία. Ελήφθησαν ορισμένα νομοθετικά μέτρα υπέρ των κολίγων αλλά απαλλοτριώσεις δεν έγινα, καθώς η Ελλάδα, εν μέσω διχασμού, εισήλθε σε μια αποκαλυπτική πολεμική δεκαετία. Μόνο μετά το 1923, όταν το πρόβλημα της αποκατάστασης των προσφύγων έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, άρχισαν από την επαναστατική κυβέρνηση του Καρδιτσιώτη Ν.Πλαστήρα ευρύτερες απαλλοτριώσεις τσιφλικιών.